ἁρματίτης

ἁρματοδρομέω-ῶ

ἁρματοδρομία
ἁρματο·δρομέω-ῶ [μᾰ] prendre part à une course de chars, Apd. 3, 5, 5.
Étym. ἅρμα, δρόμος.