ἁρματόκτυπος

ἁρματοπηγός

ἁρματοποιΐα
ἁρματο·πηγός, οῦ () [μᾰ] fabricant de chars, charron, Il. 4, 485 ; Thcr. Idyl. 25, 247.
Étym. ἅρμα, πήγνυμι.