ἁρμονικῶς

ἁρμόνιος

Ἁρμόνιος
ἁρμόνιος, ος, ον, bien ajusté, qui s’accorde bien, harmonieux, Clém. 447, etc. ; Spt. Sap. 16, 20 ||
Cp. -ώτερος, Clém. 833.
Étym. ἁρμονία.