Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ἁρμόνιος
ἁρμονιώδης
ἁρμονίως
ἁρμονιώδης,
ης, ες,
seul.
sup.
-έστατος,
c. le super préc.
Socr.
Ep.
15
.
Étym.
ἁρμονία, -ωδης
.