ἁρπαγιμαῖος

ἁρπάγιμος

ἁρπάγιον
ἁρπάγιμος, η, ον [ᾰγῐ] ravi, volé, Call. Cer. 9 ; Anth. 11, 290.
Étym. ἁρπάζω.