Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αὐτόκωπος
αὑτολαλητής
αὐτολεξεί
αὑτο·λαλητής,
οῦ
(
ὁ
) [
ᾰ
] qui se parle à lui-même,
Timon
(
DL.
9, 69 ;
var.
αὐτολάλητος
).
Étym.
αὑτῷ, λαλέω
.