ἑϐδομηκοντατρεῖς

ἑϐδομηκοντούτης

ἑϐδομηκοντοῦτις
ἑϐδομηκοντούτης, ου, adj. m. septuagénaire, Luc. Pseud. 34.
Étym. ἑϐδομήκοντα, ἔτος.