εἱλώτης

εἱλωτικός

εἱλωτίς
εἱλωτικός, ή, όν, qui concerne les hilotes, des hilotes, Plut. Sol. 21 et 22 ; τὸ εἱλωτικόν, les hilotes, Paus. 4, 23, 1.
Étym. εἵλως.