Ἑκατόμπεδος

ἑκατομπλασίων

ἑκατόμποδος
ἑκατομ·πλασίων, ων, ον, gén. ονος [ᾰᾰ] c. ἑκατονταπλασίων, Clém. 2, 628 a Migne.