ἑκατοντάδραχμος

ἑκατονταετηρίς

ἑκατονταέτηρος
ἑκατοντα·ετηρίς, ίδος () [κᾰ] période de cent ans, Plat. Rsp. 615a.
Étym. ἑ. ἔτος.