Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἑκατοντορόγυιος
ἑκατοντούτης
ἑκατοντοῦτις
ἑκατοντούτης,
ου
[
ᾰ
]
adj. m.
c.
ἑκατονταέτης,
Luc.
Macr.
14
.
Étym.
ἐ. ἔτος
.