ἑκατοστιαῖος

ἑκατοστοεικοστόγδοον

ἑκατοστολόγος
ἑκατοστο·εικοστ·όγδοον, ου (τὸ) [] un cent-vingt-huitième, Nicom. Arithm. 11 Ast.
Étym. ἑκατοστός, εἰκοστός, ὄγδοος.