Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἑλειότροφος
ἑλειόχρυσος
ἔλειπτο
ἑλειό·χρυσος,
ου
(
ὁ
) [
ῡ
]
c.
ἑλίχρυσος,
Th.
H.P.
6, 8, 1
.
Étym.
ἕ. χρυσός
.