ἐλειός

ἑλειοσέλινον

ἑλειότροφος
ἑλειο·σέλινον, ου (τὸ) [λῑ] ache de marais ou céleri (Apium graveolens L.) plante, Th. H.P. 7, 6, 3 ; Diosc. 3, 75.
Étym. ἕλειος, σέλινον.