Ἑλίκας

ἑλικάστερος

ἑλικαυγής
ἑλικ·άστερος, ος, ον [] ἑλ. σεληναίη, Man. 4, 224, l’astre lunaire, c. à d. la lune qui accomplit son évolution.
Étym. ἕ. ἀστήρ.