Ἑλικωνίς

ἑλικῶπις

ἑλικωπός
ἑλικ·ῶπις, ιδος [ῐκ] f. d’ἑλίκωψ, Il. 1, 98 ; Hés. Th. 298 ; Pd. P. 6, 1.