ἑλκετρίϐων

ἑλκεχίτων

ἑλκέω-ῶ
ἑλκε·χίτων, ωνος (ὁ, ἡ) [] à la tunique traînante, Il. 13, 685 ; Hh. Ap. 147.
Étym. ἕ. χιτών.