ἑλκαίνω

ἑλκεσίπεπλος

ἑλκεσίχειρος
ἑλκεσί·πεπλος, ος, ον [] qui traîne son voile, c. à d. au long voile, Il. 6, 442 ; 7, 297 ; 22, 105 ; Mus. 285 ; Nonn. D. 1, 103.
Étym. ἕλκω, πέπλος.