ἑλκτέον

ἑλκτικός

ἑλκτός
ἑλκτικός, ή, όν, qui a la propriété de tirer, d’attirer : πρός τι, Plat. Rsp. 523a, vers qqe ch. ||
Cp. -ώτερος, El. N.A. 17, 6.
Étym. ἕλκω.