ἕλκυσμα

ἑλκυσμός

ἑλκυστάζω
ἑλκυσμός, οῦ () action de tirer, Phil. 1, 151 ; Plut. M. 900e ; ἑλκυσμὸς διάκενος, Sext. 243, 15 Bkk. traction à vide, c. à d. travail inutile.
Étym. ἑλκύω.