ἑλκώδης

ἕλκωμα

ἑλκωματικός
ἕλκωμα, ατος (τὸ)
1 ulcère, Hpc. Epid. 3, 1085 ||
2 partie ulcérée, Th. H.P. 9, 2, 1.
Étym. ἑλκόω.