ἑλκωματικός

ἕλκωσις

ἑλκωτικός
ἕλκωσις, εως () ulcération, Hpc. Aph. 1248 ; Thc. 2, 49 ; Plut. M. 769e ; en parl. des plantes, Th. C.P. 1, 14, 2 ; 5, 12, 8 ; H.P. 4, 16, 1.
Étym. ἑλκόω.