ἑλλεϐορίζω

ἑλλεϐορίνη

ἑλλεϐορισμός
ἑλλεϐορίνη, ης () elléborine, plante, Th. H.P. 9, 10, 2 ; Diosc. 4, 109.
Étym. ἑλλέϐορος.