ἐνᾴδω

ἑνάενος

ἐναέριος
ἑνά·ενος, ος, ον, âgé d’un an, Th. H.P. 7, 5, 5 ; cf. δίενος, τρίενος.
Étym. εἷς, ἔνος, v. ἐνιαυτός.