ἑψάνδρα

ἑψανός

ἑψάω-ῶ
ἑψανός, ή, όν [] facile à cuire, Hpc. 641, 45 ; Arstt. Probl. 20, 4, 5 ; Diosc. 2, 129 ; τὰ ἑψανά, Diocl. (Ath. 68e) c. ἑψήματα.
Étym. ἕψω.