ἑπτακότυλος

ἑπτάκτις

ἑπτάκτυπος
ἑπτ·άκτις, gén. ινος (ὁ, ἡ) [] à sept rayons, Procl. Plat. Tim. p. 11e.
Étym. ἑ. ἀκτίς.