ἔργμα

ἕργμα

ἔργνυμι
ἕργμα, ατος (τὸ)
1 clôture, défense, Arstt. P.A. 2, 15, 1 ||
2 p. suite, fermeture, obstacle, Hpc. 675, 49.
Étym. εἵργω.
ἕργμα, v. ἔργμα.