Ἕρμιππος

ἑρμίς

Ἑρμιών
ἑρμίς ou ἑρμίν () gén. -ῖνος, acc. -ῖνα, Od. 23, 198 ; 8, 278 ; Hérodas 3, 16, pied de lit.
Étym. ἕρμα.