ἑρμογλύφος

ἑρμοδάκτυλον

ἑρμοδάκτυλος
ἑρμο·δάκτυλον, ου (τὸ) [] sorte de plante (Colchicum autumnale L., sel. d’autres, Iris tuberosa L.) Diosc. Noth. 4, 42.
Étym. Ἑ. δάκτυλος.