ἑρμογλυφεῖον

ἑρμογλυφεύς

Ἑρμογλύφης
ἑρμο·γλυφεύς, έως () [] sculpteur d’hermès, d’où statuaire, en gén. Luc. Somn. 2.
Étym. Ἑ. γλύφω.