ἑρμογλυφία

ἑρμογλυφική

ἑρμογλύφος
ἑρμο·γλυφική, ῆς () [] (s. e. τέχνη) Luc. Somn. 7, l’art de la statuaire.
Étym. ἑρμογλύφος.