Ἑρμοκλῆς

ἑρμοκοπίδης

Ἑρμοκράτεια
ἑρμο·κοπίδης, ου () [] destructeur d’hermès, Ar. Lys. 1094 ; Plut. Alc. 20.
Étym. Ἑ. κόπτω.