Ἑσπερίς

ἑσπέρισμα

Ἑσπερῖται
ἑσπέρισμα, ατος (τὸ) repas du soir, Philém. gr. (Ath. 11d).
Étym. *ἑσπερίζω, d’ ἕσπερος.