ἕσσον

ἑσσόομαι-οῦμαι

ἔσσυμαι
ἑσσόομαι-οῦμαι, ion. c. ἡσσάομαι ||
E Prés. Hdt. 3, 106 ; impf. ἑσσούμην, Hdt. 1, 67, etc. ; f. inus. ; ao. ἑσσώθην, Hdt. 2, 169, etc. ; pf. ἕσσωμαι, Hdt. 7, 9 et 10.