ἑταιρία

ἑταιρίδεια

ἑταιρίδιον
ἑταιρίδεια, ων (τὰ) [ῐδ] fêtes de Zeus ἑταιρεῖος, à Magnésie, Hégésandre (Ath. 572d).
Étym. ἑταιρίς.