ἑτερόχρωμος

ἑτερόχρως

ἑτέρωθε
ἑτερό·χρως, gén. ωτος (ὁ, ἡ) de peau, c. à d. de chair différente ; ἑτερόχρωτες ὕπνοι, Luc. Am. 42 (ἐνερόχρ. Cobet) sommeil auprès d’un être de sexe différent.
Étym. ἕ. χρώς.