ἑτεροδόξως

ἑτεροδύναμος

ἑτεροεθνής
ἑτερο·δύναμος, ος, ον [ῠᾰ] de pouvoir différent, Porph. (Stob. Ecl. 1, 838).
Étym. ἕ. δύναμις.