ἑτερόμαλλος

ἑτερομάσχαλος

ἑτερομεγεθέω-ῶ
ἑτερο·μάσχαλος, ος, ον [χᾰ] qui n’a qu’une manche (tunique) p. opp. à ἀμφιμάσχαλος, Sch.-Ar. Eq. 882.
Étym. ἕ. μασχάλη.