ἑτερόφθαλμος

ἑτερόφθογγος

ἑτεροφροσύνη
ἑτερό·φθογγος, ος, ον, qui rend un son différent, qui parle autrement, Syn. Hymn. 3, 337.
Étym. ἕ. φθέγγομαι.