Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἑτερόπλευρος
ἑτερόπλοκος
ἑτερόπλοος-ους
ἑτερό·πλοκος,
ος, ον,
irrégulièrement combiné,
Diom.
481, 13
.
Étym.
ἕ. πλέκω
.