ἑτερόπλοος-ους

ἑτερόπνοοι ἔναυλοι

ἑτεροποδέω-ῶ
ἑτερό·πνοοι ἔναυλοι (οἱ) flûte inégale, double flûte, Anacr. 65, 4.
Étym. ἕ. πνέω.