ἑτερόπορπος

ἑτερόπους

ἑτεροπροσωπέω-ῶ
ἑτερό·πους, ους, ουν, gén. -ποδος, qui a un pied plus court, qui boite, Alciphr. 3, 27 ; Philstr. 515.
Étym. ἕ. πούς.