ἑτεροειδής

ἑτερόζηλος

ἑτεροζήλως
ἑτερό·ζηλος, ος, ον, qui a d’autres goûts, Sext. 202, 4 Bkk. ; Anth. 11, 216.
Étym. ἕ. ζῆλος.