ἑτοιμοτόμος

ἑτοιμόφθορος

ἑτοίμως
ἑτοιμό·φθορος, ος, ον, prêt à se gâter, à se corrompre, Chrys. 9, 808 a Migne.
Étym. ἕ. φθείρω.