εὔρειτος

εὕρεμα

εὑρεσιλογέω-ῶ
εὕρεμα, ατος (τὸ) forme réc. c. εὕρημα, Anth. 6, 4 ; 7, 411 ; 9, 266 ; App. 30, 9 ; Babr. Proœm. 108.