εὑρετής

εὑρετικός

εὑρέτις
εὑρετικός, ή, όν, inventif : τινος, Plat. Rsp. 455b ; πρός τι, DS. 3, 69, en qqe ch. ||
Cp. -ώτερος, Plat. Pol. 286e, 287a.
Étym. εὑρετός.