ἑξαχῇ

ἑξαχοίνικος

ἑξάχοος-ους
ἑξα·χοίνικος, ος, ον [ᾰῐ] qui contient six chénices, Ar. (Com. fr. 2, 1198, 93).
Étym. ἕξ, χοῖνιξ.