Ἐξάδιος

ἑξάδραχμος

ἐξαδρόω-ῶ
ἑξά·δραχμος, ος, ον [ᾰχ] de six drachmes, Arstt. Œc. 2, 8 et 37.
Étym. ἕξ, δραχμή.