ἑξαέτηρος

ἑξαετής

ἑξαετία
ἑξα·ετής, ής, ές, qui dure six ans, Plut. Pyrrh. 26 ; adv. ἑξάετες, Od. 3, 115, pendant six ans.
Étym. ἕξ, ἔτος.