ἑξακισχίλιοι

ἑξάκλινος

ἐξακολουθέω-ῶ
ἑξά·κλινος, ος, ον [] à six lits ; τὸ ἑξάκλινον, Mart. 9, 60, lit de table à six places.
Étym. ἕξ, κλίνη.